ντορός

ντορός
και τορός, ο
1. τα ίχνη στο χώμα από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων
2. φρ. α) «πάω με τον ντορό» — ακολουθώ τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν
β) «έχασα τον ντορό»
i) έχασα τον δρόμο μου
ii) έχασα τις συνήθειες μου
γ) «μπαίνω στον ντορό» — παίρνω τη σωστή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τορός* «οξύς, διαπεραστικός» (< τετραίνω «τρυπώ»). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, οχλοβοή, σαματάς 2. φρ. «έκανε ντόρο» έκανε εντύπωση, προκάλεσε πάταγο («αυτό το κινηματογραφικό έργο έκανε ντόρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • ντορός — ο 1. ίχνη ποδιών θηράματος. 2. πατημασιές, αχνάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, ταραχή. 2. μτφ., πολλή συζήτηση, διαφήμιση: Έκανε ντόρο το βιβλίο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • ντουριά — η σημείο, σημάδι, ίχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από ντορός] …   Dictionary of Greek

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”